ρινόκερος

ρινόκερος
Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο στην Ινδία, στη νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά της Σούνδης. Εκτός του ότι το ρύγχος τους είναι προικισμένο με ένα ή δύο κέρατα, έχουν κοινά και τα εξής χαρακτηριστικά: κοντόχοντρη μορφή, δέρμα πολύ παχύ με φυμάτια και σχεδόν πάντα χωρίς τρίχωμα, άκρα σχετικά κοντά, εφοδιασμένα με 3 ή 4 δάχτυλα με οπλές, γομφίους λοφιόδοντες, δηλαδή με εγκάρσιες αποφύσεις, κοπτήρες περιορισμένους και έλλειψη άνω κυνοδόντων. Οι ρ. τρέφονται με φυτά, πίνουν πολύ νερό και σ’ αυτό ή στη λάσπη παραμένουν για πολύ, προπάντων για vα ανακουφιστούν από τα παράσιτα, που ζουν στις πτυχές του δέρματος τους. Παρά τον όγκο τους, είναι αρκετά ευκίνητοι, έτσι που μερικοί από αυτούς τρέχοντας μπορούν να ξεπεράσουν τα 40 χλμ. την ώρα. Τα αρσενικά είναι ιδιαίτερα ευερέθιστα κατά την περίοδο των ερώτων, κυρίως το φθινόπωρο. Ύστερα από κύηση περίπου 17 μηνών, το θηλυκό γεννά ένα μόνο μικρό, η ανάπτυξη του οποίου είναι ταχύτατη κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου και πιο αργή στα επόμενα. Το πιο διαδομένο σήμερα είδος είναι ο μαύρος ρ. (diceros bicornis), που ζει στην κεντρική και νότια Αφρική, περιλαμβανομένων της Αιθιοπίας, της Σομαλίας και των περιοχών μεταξύ Καμερούν και λίμνης Τσαντ. Έχει ύψος μέχρι το ακρώμιο 1,60 μ. και συνολικό μήκος 4 περίπου μ.· το βάρος του ποικίλλει από 2,5 μέχρι 3 τ. Ο ρ. αυτός έχει δύο κέρατα, από τα οποία το μπροστινό, πιο μακρύ, έχει μέσο μήκος 60 εκ.· ζει στις δασώδεις περιοχές όπου τρέφεται με φύλλα και τρυφερά κλαδιά. Ο άλλος αφρικανικός ρ. είναι ο ρ. ο σιμός (Ceratotherium simum), που λέγεται και λευκός ρ. γιατί, αν και το δέρμα του είναι καστανωπό, φαίνεται άσπρο από το χρώμα που η λάσπη, στην οποία κυλιέται, παίρνει όταν ξεραίνεται. Ο ρ. αυτός είναι ο μεγαλύτερος όλης της οικογένειας και το μεγαλύτερο μετά τον ελέφαντα από τα σημερινά χερσαία θηλαστικά: έχει ύψος μέχρι το ακρώμιο 1,70-2 μ. και μπορεί να φτάσει σε μέγιστο μήκος 5 μ., περιλαμβανόμενων και 50-60 εκ. της ουράς, και βάρος πάνω από 3 τ. Έχει δύο κέρατα, από τα οποία το μπροστινό έχει μήκος 0,80-1,35 μ. Αντίθετα με τα άλλα είδη, ο ρ. αυτός ζει στις μη δασώδεις ζώνες, όπου τρέφεται μόνο με χόρτα. Είναι διαδεδομένος στη ζώνη που περιλαμβάνει την Ουγκάντα, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το νότιο Σουδάν. Ο μεγαλύτερος και κοινότερος από τους ασιατικούς ρ. είναι ο ινδικός ή μονόκερως ρ. (rhinoceros unicornis). Ύψους μέχρι το ακρώμιο 1,70 μ. έχει μέγιστο μήκος 3,80 μ. περιλαμβανόμενης και της ουράς και μπορεί να φτάσει σε βάρος τους 2 τ.· όπως δείχνει το επιστημονικό όνομά του, έχει ένα μόνο κέρατο. Χαρακτηρίζεται από τις βαθιές πτυχές του δέρματος, που φαίνεται σαν να αποτελείται από μεγάλες πλάκες, γι’ αυτό συχνά λέγεται θωρακισμένος. Η περιοχή διάδοσής του είναι σήμερα περιορισμένη σε μερικές περιοχές της βόρειας Ινδίας. Ο ρ. της Σούνδης, που οι ιθαγενείς τον ονομάζουν βαράκ (rhinoceros sondaicus), άλλοτε διαδεδομένος στη νοτιανατολική Ασία, είναι σήμερα σπάνιος στην ινδοκινεζική και μαλαϊκή χερσόνησο, στη Σουμάτρα και στην Ιάβα· έχει μήκος περίπου 3 μ., ένα μόνο κέρατο, πολύ περιορισμένο στη θηλυκή και δέρμα με μεγάλες πλάκες. Ο ρ. της Σουμάτρας (dicerorhynus sumatrensis) είναι το μικρότερο είδος της οικογένειας, έτσι που το βάρος του φτάνει μόνο τον 1 τ.· έχει δύο κέρατα, αρκετά μικρά στη θηλυκή και το δέρμα σχετικά λίγο παχύ, με πτυχές όχι βαθιές. Ζει, φτάνοντας μερικές φορές σε υψόμετρο 2.000 μ., στο Ασάμ, στην Ταϊλάνδη, στη χερσόνησο της Μαλάκας, στη Σουμάτρα και στη Βόρνεο. Φαίνεται, αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί, ότι στο ρ. αυτόν η κύηση διαρκεί μόνο 7 μήνες. Ανάμεσα στους απολιθωμένους Ρινοκεροντίδες, άξιο μνείας είναι το γένος ακεραθήριο (aceratherium) που, αφού εμφανίστηκε στην Ευρασία και στην Αμερική κατά το ολιγόκαινο εξαφανίστηκε στο πλειόκαινο, δηλαδή στο τέλος του τριτογενούς. Παρουσίασε αρχέγονα χαρακτηριστικά, κυνόδοντες πολύ ανεπτυγμένους, αλλά δεν είχε κέρατα. Ανάμεσα στα είδη του ευρωπαϊκού μειόκαινου, αναφέρουμε το ακεραθήριο το τετραδάκτυλο (aceratherium tetra-dactylum), που έζησε πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια. Είναι πιθανόν ότι από το γένος αυτό προήλθαν, γύρω στα μέσα του τριτογενούς, οι αληθινοί ρινόκεροι: οι διαστάσεις τους αυξάνονταν έως ότου ξεπέρασαν αξιοσημείωτα τις διαστάσεις των πιθανών προγόνων και στο ρύγχος τους σχηματίστηκαν τα τυπικά κέρατα. Μαύρος ρινόκερος (diceros bicornis), το πιο διαδομένο είδος στην Αφρική. Ζει σε δασώδεις περιοχές και τρέφεται με φύλλα και μικρά κλαδιά, που πιάνει χάρη σε μια πολύ ευκίνητη συλληπτήρια απόφυση του πάνω χείλους. Λευκός ρινόκερος (ceratotherium simum), το μεγαλύτερο μετά τον ελέφαντα χερσαίο θηλαστικό, που τείνει όμως να εξαφανιστεί. Προστατευμένο από ειδικές διατάξεις ζει σε δρυμούς και ειδικές περιοχές της Αφρικής. Ινδικός ρινόκερος (rhinoceros unicornis). Το είδος τείνει να εκλείψει. Μικρός ρινόκερος με τη μαμά του (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο / ῥινόκερως, -έρωτος, ΝΜΑ
γενική ονομασία μεγαλόσωμων παχύδερμων φυτοφάγων θηλαστικών, με μονό ή διπλό κέρατο στην άκρη τού ρύγχους τους, τών τροπικών περιοχών τής νοτιοανατολικής Ασίας και τής κεντρικής και νότιας Αφρικής, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν σε 5 είδη τής υπόταξης κερατόμορφα τής τάξης περισσοδάκτυλα
αρχ.
1. άγριος ταύρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -κερως (< κέρας), πρβλ. αἰγό-κερως, μονό-κερως. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhinoceros].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρινόκερος — ο παχύδερμο και μεγαλόσωμο θηλαστικό, με ένα ή δύο δυνατά κέρατα στη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουκερωτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των κορακομόρφων, με χαρακτηριστικά μεγάλο ράμφος, γυριστό προς τα πίσω, δυσανάλογο προς το μέγεθος του σώματος. Οι β. περιλαμβάνουν περίπου 80 είδη, των οποίων οι διαστάσεις ποικίλλουν. Τυπικός εκπρόσωπος των β. είναι …   Dictionary of Greek

  • Rhinocerotidae —   Rinocerontes Rango temporal: Eoceno Reciente …   Wikipedia Español

  • δίκερως — ( ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, ων) νεοελλ. ο μαύρος ρινόκερος τής Αφρικής αρχ. (για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • χαλικοθήριο — (chalicotheriam). Γένος ζώων που έχουν εκλείψει. Ανήκαν στην οικογένεια των χαλικοθηριιδών, περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών. Τα ζώα αυτά είχαν μέγεθος ρινόκερου, ήταν βραχυκέφαλα, είχαν μικρά σαγόνια, ρινικά ανοίγματα που επεκτείνονταν προς… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”